- λεουργός
- λεουργόςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεουργός — λεουργός, ον (Α) βλ. λεωργός … Dictionary of Greek
λεουργόν — λεουργός masc/fem acc sg λεουργός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
λεωργός — και λεουργός, όν (Α) 1. ο ικανός να κάνει τα πάντα, πανούργος 2. (για πράξεις) βίαιος («λεωργὰ κἀθέμιστα», Αρχιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος (βλ. λεωκόνητος) + ουργός (< ἔργον*)] … Dictionary of Greek